υπάδω

υπάδω
και ποιητ. τ. ὑπαείδω Α
1. τραγουδώ συνοδεύοντας ένα μουσικό όργανο
2. συνοδεύω με τη φωνή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπαείδω — Α (ποιητ. τ.) βλ. ὑπᾴδω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”